σκλαβάκι

σκλαβάκι
το
1. μικρός σκλάβος.
2. στον πληθ., σκλαβάκια είδος παιχνιδιού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκλαβάκι — το, Ν [σκλάβος] 1. (υποκορ. τ.) νεαρός σκλάβος, σκλαβόπουλο 2. στον πληθ. τα σκλαβάκια παιδικό παιχνίδι, αλλ. αμπάριζα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”